χρυσωρύχος

χρυσωρύχος
ο, ΝΜΑ
άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό
νεοελλ.-μσν.
εργάτης σε χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσωρύχος — ο εργάτης χρυσωρυχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσωρύχους — χρυσώρυχος digging for gold masc/fem acc pl χρῡσωρύχους , χρυσωρύχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωρύχων — χρυσώρυχος digging for gold masc/fem/neut gen pl χρῡσωρύχων , χρυσωρύχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωρυχίτης — ὁ, Μ ο χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσωρύχος + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • μονόρρυθμος — μονόρρυθμος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος 2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσωρυχία — η, ΝΜ [χρυσωρύχος] εξόρυξη χρυσού …   Dictionary of Greek

  • χρυσωρυχείο — το / χρυσωρυχεῑον, ΝΜΑ [χρυσωρύχος] ορυχείο χρυσού νεοελλ. μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”